1 νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… …



Dictionary of Greek







2 οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… …



Dictionary of Greek







3 όποτε* — (σύνδ. και επίρρ. χρον.) 1. όποια στιγμή, όταν («μού τά επιστρέφεις όποτε μπορέσεις») 2. οσάκις, κάθε φορά που, όσες φορές συμβαίνει να… («νά ρχεσαι όποτε θέλεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὁπότε, με αναβιβασμό τού τόνου κατά το ὅταν] …



Dictionary of Greek







4 όποτε — σύνδ. χρον., οπότε, όταν, οπόταν: Όποτε θέλεις τηλεφώνησε μου …



Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)







5 νεῖκος — νει neut nom/voc/acc sg νεῖκος quarrel neut nom/voc/acc sg …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







6 ὁπότε — when indeclform (adverb) …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







7 πολεμοῖο — πολεμέω to be at war pres opt mp 2nd sg (attic epic doric) πολεμόω make hostile pres opt mp 2nd sg …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







8 πολέμοιο — πόλεμος war masc gen sg (epic) …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







9 ὀρώρηται — ὄρνυμι ṛṇóti pres subj mid 3rd sg (epic) …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







10 γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …



Dictionary of Greek







11 τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …



Dictionary of Greek







12 Ελλαδα — Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …



Dictionary of Greek







13 -никнуть — I никнуть I: вникнуть, проникнуть, ст. слав. възникнѫти ἀνανεύειν, ἀνανήφειν (Супр.), русск. цслав. никнути вырастать , болг. никна прорастать, давать ростки (Младенов 357), сербохорв. ни̏ħи, ни̏кнути выступать наружу , словен. nikniti, nȋknem… …



Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера







14 Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …



Wikipedia







15 Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …



Wikipedia







16 Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …



Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона







17 Animal bipes implume — Zeta Inhaltsverzeichnis 1 Ζεί. 2 Ζεί και βασιλεύει …



Deutsch Wikipedia







18 Liste griechischer Phrasen/Zeta — Zeta Inhaltsverzeichnis 1 Ζεί …



Deutsch Wikipedia







19 Zoon logon echon — Zeta Inhaltsverzeichnis 1 Ζεί. 2 Ζεί και βασιλεύει …



Deutsch Wikipedia







20 Полиник — «Этеокл и Полиник», Джованни Баттиста Тьеполо Полиник (др. греч …



Википедия





from Publication digest https://ift.tt/2D25MPc