χρειὼ γίγνεται









1







χρεώ


— και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… …



Dictionary of Greek







© Academic, 2020




from Publication digest https://ift.tt/32894cj