Запомнить сайт. Все языки Абхазский Адыгейский Азербайджанский Аймара Айнский язык Акан Албанский Алтайский Английский Арабский Арагонский Армянский Арумынский Астурийский…
δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο
1
Sklaverei bei Homer
— In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr) zahlreiche Hinweise über unfreie… …
Deutsch Wikipedia
2
Sklaverei in den homerischen Epen
— In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr.) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr.) zahlreiche Hinweise… …
Deutsch Wikipedia
3
δούλιος
— δούλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο, δουλικός (α. «δούλιον ἧμαρ» η ημέρα τής υποδούλωσης β. «δούλιος ζυγός» ο ζυγός τής δουλείας) 2. αυτός που ταιριάζει σε δούλο («δούλιος φρήν» δουλικό φρόνημα) …
Dictionary of Greek
4
ДРЕВНЯЯ ГРЕЦИЯ
— территория на юге Балканского п ова (см. также статьи Античность, Греция). История Д. Г. охватывает период с нач. II тыс. до Р. Х. по нач. I тыс. по Р. Х. География и этнография Фестский диск. XVII в. до Р. Х. (Археологический музей в Ираклио,… …
Православная энциклопедия
5
ήμαρ
— ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… …
Dictionary of Greek
6
Ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἂν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ.
— ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἂν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ. См. До поры до времени …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7
ἦμαρ
— day neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
8
δούλιον
— δούλιος slavish masc acc sg δούλιος slavish neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
9
περιμηχανόωντο
— περιμηχανάομαι prepare very craftily imperf ind mp 3rd pl (epic) περιμηχανάομαι prepare very craftily imperf ind mp 3rd pl (epic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
10
ἐμοῖ
— ἐμέω vomit fut opt act 3rd sg (attic epic doric) ἐμέω vomit pres opt act 3rd sg (attic epic doric) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
11
ἐμοί
— ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg ἐμός mine masc nom/voc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
12
Geflügelte Worte (Antike)
— Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …
Deutsch Wikipedia
13
Im Anfang war das Wort
— Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …
Deutsch Wikipedia
14
In vino veritas
— Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …
Deutsch Wikipedia
15
Liste griechischer Phrasen/Epsilon
— Epsilon Inhaltsverzeichnis …
Deutsch Wikipedia
16
είμαι
— (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («…ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …
Dictionary of Greek
17
μόρσιμος
— η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής …
Dictionary of Greek
18
παρά
— Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …
Dictionary of Greek
19
ми
— мне , укр. ми, блр. мi, ст. слав. ми μοί, болг. ми (Младенов 296), сербохорв. ми, словен., чеш., польск., в. луж., н. луж. mi. Стар. энклит. дат. ед., и. е. *moi. Родственно др. инд. mē – род. дат., авест. mē – род. дат., др. лит. mi – дат. ед.,… …
Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
20
List of Greek phrases
— List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… …
Wikipedia
Pages
from Publication digest https://ift.tt/3guEY7K