1 πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …



Dictionary of Greek







2 Λύκον τῶν ὤτων ἔχειν. — λύκον τῶν ὤτων ἔχειν. См. Хватать пса за уши …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







3 Τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ πορθμείῳ ἔχειν. — τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ πορθμείῳ ἔχειν. См. Одной ногой в могиле …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







4 Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. — φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. См. Друзей у богатых, что мякины около зерна …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







5 καμπαρ(ν)τίνα, η — και γκαμπαρ(ν)τίνα, η (λ. γαλλ.) 1. μάλλινο ύφασμα χωρίς χνούδι, που είναι σχεδόν αδιάβροχο. 2. πανωφόρι που κατασκευάζεται από τέτοιο ύφασμα …



Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)







6 τινά — τινα , τις any one masc/fem acc sg τινα , τις any one neut nom/voc/acc pl …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







7 τίνα — τίς masc/fem acc sg τίς neut nom/voc/acc pl τινα , τις any one masc/fem acc sg τινα , τις any one neut nom/voc/acc pl …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







8 Ἐν ἐλπίσι χρὴ τοὺς σοφοὺς ἔχειν βίον. — См. Надеючись и живут, и мрут …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







9 τίνα — ἡ, Α βυτίο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tina «χύτρα οίνου»] …



Dictionary of Greek







10 οἴκτου — οἴ̱κτου , οἶκτος pity masc gen sg …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







11 τινα — τις any one masc/fem acc sg τις any one neut nom/voc/acc pl …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







12 ἔχειν — ἔχω check pres inf act (attic epic) …



Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)







13 Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …



Wikipedia Español







14 AMPHISBAENA — serpentis nomen, in Libyae desertis degentis duo habentis capita, quorum alterum locô suô est, alterum ubi cauda, unde utrinque venenum diffundit. Lucan. l. 9. v. 719. Et gravis in geminum surgens caput Amphisbaena. Aeschylus in Agamemnone:… …



Hofmann J. Lexicon universale







15 ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …



Hofmann J. Lexicon universale







16 VIRGO — I. VIRGO Graece Παρθένος, inter Minervae cognomina, apud Athenienses, uti vidimus supra ubi de Nuptiis. Sed et Sesti Iovis et Virginis Heroum Plinio memoratur, l. 10. c. 4. Est percelebris apud Seston urbem aquilae gloria: edueatam a virgine… …



Hofmann J. Lexicon universale







17 επίπνευσις — ἐπίπνευσις, ή [επιπνέω] 1. πνεύση, πνοή, φύσημα 2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή 3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῑ», Στράβ.) …



Dictionary of Greek







18 κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… …



Dictionary of Greek







19 μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …



Dictionary of Greek







20 πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας …



Dictionary of Greek





Let’s block ads! (Why?)



from Publication digest https://ift.tt/34dd0uX