1 о — О1 (о10 000) предл. I. С вин. п. 1. При указании на предмет, с которым ктол., чтол. соприкасается или сталкивается. Об, о: и акы о камыкъ бо приразивъшесѧ ѡскакахѹ. ЖФП XII, 61а; и младеньца о землю разражахѹ (ἐπὶ τῆς γῆς) ГА ХIII–XIV, 161б; и… …



Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)







2 θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …



Dictionary of Greek







3 ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …



Dictionary of Greek







4 στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …



Dictionary of Greek







5 Ελλάδα — Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …



Dictionary of Greek







6 Σινόπουλος, Τάκης — Ποιητής (Πύργος Ηλείας 1917 Αθήνα 1981). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη συνέχεια άσκησε στην πρωτεύουσα το επάγγελμα του. Πρωτοεμφανίστηκε στα χρόνια της Κατοχής με δημοσιεύματα σε διάφορα περιοδικά, κυρίως μεταφράσεις… …



Dictionary of Greek







7 Ἐγὼ τὸν ταχύν σε ἐκ δρόμῳ νικήσω… — См. Черепашьим шагом …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







8 Ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. — ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. См. От избытка сердца глаголют уста …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







9 Ἅμα καὶ τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν. — ἅμα καὶ τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν. См. Полезное с приятным …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







10 Παῖς τὴς τύχης. — παῖς τὴς τύχης. См. Счастливчик …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







11 Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







12 Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







13 Τῆς παιδείας τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. — Τῆς παιδείας (ἔφη Ἀριστοτέλης) τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. См. Корень ученья горек, а плоды сладки …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







14 Ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. — ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. См. Рыба начинает портиться с головы …



Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)







15 Ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως — Contre les hérésies Pour l œuvre d Épiphane de Salamine, voir Panarion. Dénonciation et réfutation de la gnose au nom menteur (en grec ancien : ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), connu sous le nom de Contre les hérésies (en… …



Wikipédia en Français







16 -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …



Dictionary of Greek







17 αλεπού τής θάλασσας — Σκυλόψαρο της οικογένειας των ισουριδών ή λαμνιδών, της υπόταξης των γαλεοειδών (υφομοταξία σελάχιοι). Έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένο τον επάνω λοβό του ουραίου πτερύγιου. Το συνολικό του μήκος είναι κατά μέσο όρο 2,5 μ., μπορεί όμως να φτάσει και… …



Dictionary of Greek







18 δρομώ — (I) και δρομάω (Α δρομῶ, άω) τρέχω νεοελλ. παίρνω δρόμο, πορεύομαι. (II) δρομῶ ( όω) (Α) επισπεύδω …



Dictionary of Greek







19 αβεβαιότητας, αρχή της- — Βλ. λ.απροσδιοριστίας αρχή, της …



Dictionary of Greek







20 Αβίζ, Τάγμα της- — Πορτογαλικό θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα. Ιδρύθηκε το 1147 για να αντιμετωπίσει την προέλαση των Μαυριτανών στην Ιβηρική. Οφείλει το όνομά του στο οχυρό Α. (σήμερα ομώνυμη κωμόπολη της κεντρικής Πορτογαλίας), που παραχώρησε o βασιλιάς Αλφόνσος Α’… …



Dictionary of Greek





from Publication digest https://ift.tt/2EtBfKU