κουμάς

https://greek_greek.enacademic.com/82742





κουμάς - Dictionary of Greek

και κοῡμος, ὁ (Μ) ορνιθώνας, κοτέτσι, κουμάσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουμάς και πιθ. και ο τ. κούμος < κουμάσιον* ή τουρκ. kumes «κοτέτσι»]