κάναβος

https://greek_greek.enacademic.com/67679/%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CF%82





κάναβος - Dictionary of Greek

ο (Α κάναβος και κάνναβος) νεοελλ. (τοπογρ.) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων πάνω σε χάρτη που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο ...