greek_greek.enacademic.com
greek_greek.enacademic.com
https://greek_greek.enacademic.com/160508/%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BB%CF%80%CE%BD%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1
στιλπνότητα - Dictionary of Greek
η / στιλπνότης, ότητος, ΝΜΑ [στιλπνός] η ιδιότητα τού στιλπνού, λαμπρότητα, γυαλάδα (α. «η στιλπνότητα τού χρυσού» β. «στιλπνότης του προσώπου», Άνν.
Full Article Available on https://greek_greek.enacademic.com/160508/%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BB%CF%80%CE%BD%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1
comments powered by Disqus